- σάλπης
- σάλπηsaupefem gen sg (attic epic ionic)σάλπηςsaupemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σάλπαι — σάλπη saupe fem nom/voc pl σάλπᾱͅ , σάλπη saupe fem dat sg (doric aeolic) σάλπης saupe masc nom/voc pl σάλπᾱͅ , σάλπης saupe masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάλπας — σάλπᾱς , σάλπη saupe fem acc pl σάλπᾱς , σάλπη saupe fem gen sg (doric aeolic) σάλπᾱς , σάλπης saupe masc acc pl σάλπᾱς , σάλπης saupe masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάλπη — Πεδινός οικισμός (670 κάτ., υψόμ. 5 μ.), στην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (40 τ. χλμ., 815 κάτ.), στην οποία ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, το Γλυκονέρι (145 κάτ., υψόμ. 30). * * * η, ΝΑ,… … Dictionary of Greek
Ιάσμου, δήμος — Νέος δήμος (6.614 κάτ.) του νομού Ροδόπης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αμβροσίας, Ιάσμου και Σάλπης, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο Ίασμος … Dictionary of Greek
σαλπῶν — σάλπη saupe fem gen pl σάλπης saupe masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάλπαις — σάλπη saupe fem dat pl σάλπης saupe masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάλπη — saupe fem nom/voc sg (attic epic ionic) σάλπης saupe masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάλπην — σάλπη saupe fem acc sg (attic epic ionic) σάλπης saupe masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάλπῃσιν — σάλπη saupe fem dat pl (epic ionic) σάλπης saupe masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)